φλυκταινούμαι

φλυκταινούμαι
φλυκταινοῡμαι, -όομαι, ΝΑ, και ενεργ. τ. φλυκταινῶ, -όω, Α [φλύκταινα]
1. σχηματίζω φλύκταινες
2. καλύπτομαι από φλύκταινες
αρχ.
ενεργ. προκαλώ φλύκταινες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επιφλυκταινούμαι — ἐπιφλυκταινοῡμαι, όομαι (Α) έχω φλύκταινες, φουσκάλες, εξανθήματα στην κορυφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φλυκταινούμαι (< φλύκταινα «φουσκάλα εξάνθημα»)] …   Dictionary of Greek

  • φλυκτιδούμαι — όομαι, Α [φλυκτίς, ίδος] φλυκταινούμαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”